πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πατριάρχης οι πατριάρχες
      γενική του πατριάρχη των πατριαρχών
    αιτιατική τον πατριάρχη τους πατριάρχες
     κλητική πατριάρχη πατριάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πατριάρχης αρσενικό

  1. (θρησκεία) εκκλησιαστικό αξίωμα που αποδίδεται σε κάποιους ορθόδοξους αρχιεπισκόπους επικεφαλής πατριαρχείων ή σε αρχηγούς αυτοκέφαλων εκκλησιών
     δείτε τις λέξεις Παναγιώτατος και Παναγιότατος
  2. (παρωχημένο) ο επικεφαλής / αρχηγός πατριάς
     δείτε τη λέξη γενάρχης
  3. (παρωχημένο, ειδικότερα, θρησκεία) επικεφαλής ισραηλιτικής φυλής
  4. (μεταφορικά) ιδρυτής, θεμελιωτής, δημιουργός

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1 2 πατριάρχης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)