πατριάρχης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατριάρχης < ελληνιστική κοινή πατριάρχης < αρχαία ελληνική πατριά + πατριάρχης ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική patriarch[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική patriarche[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.tɾiˈaɾ.çis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τρι‐άρ‐χης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατριάρχης αρσενικό
- (θρησκεία) εκκλησιαστικό αξίωμα που αποδίδεται σε κάποιους ορθόδοξους αρχιεπισκόπους επικεφαλής πατριαρχείων ή σε αρχηγούς αυτοκέφαλων εκκλησιών
- → δείτε τις λέξεις Παναγιώτατος και Παναγιότατος
- (παρωχημένο) ο επικεφαλής / αρχηγός πατριάς
- → δείτε τη λέξη γενάρχης
- (παρωχημένο, ειδικότερα, θρησκεία) επικεφαλής ισραηλιτικής φυλής
- (μεταφορικά) ιδρυτής, θεμελιωτής, δημιουργός
Συγγενικά
επεξεργασία- πατριαρχεύω
- πατριαρχώ
- πατριαρχία
- πατριαρχικός
- → δείτε τις λέξεις πατέρας και άρχω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πατριάρχης
- ↑ 1,0 1,1 πατριάρχης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)