πατριαρχεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατριαρχεύω < ελληνιστική κοινή πατριαρχεύω < πατριάρχης < αρχαία ελληνική πατριά + ἄρχω
Ρήμα
επεξεργασίαπατριαρχεύω
- (θρησκεία) είμαι πατριάρχης ή εκτελώ αντ’ αυτού τα σχετικά καθήκοντα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πατριαρχεύω
|