• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πατριά

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατριά οι πατριές
      γενική της πατριάς των πατριών
    αιτιατική την πατριά τις πατριές
     κλητική πατριά πατριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πατριά < αρχαία ελληνική πατριά < πατήρ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πατριά θηλυκό

  1. (κοινωνιολογία) οικογενειακή γενεαλογική γραμμή ή μια σειρά γενεών που προέρχονται από έναν κοινό πρόγονο
  2. (κοινωνιολογία) κοινωνική ομάδα που οι δεσμοί των μελών οφείλονται στο γένος του πατέρα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πατριά
  • αγγλικά : ancestry (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πατριά&oldid=6479354"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Νοεμβρίου 2023, στις 08:39

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • 한국어
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Νοεμβρίου 2023, στις 08:39.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας