πατριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πατριά | οι | πατριές |
γενική | της | πατριάς | των | πατριών |
αιτιατική | την | πατριά | τις | πατριές |
κλητική | πατριά | πατριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πατριά < αρχαία ελληνική πατριά < πατήρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατριά θηλυκό
- (κοινωνιολογία) οικογενειακή γενεαλογική γραμμή ή μια σειρά γενεών που προέρχονται από έναν κοινό πρόγονο
- (κοινωνιολογία) κοινωνική ομάδα που οι δεσμοί των μελών οφείλονται στο γένος του πατέρα