αυτοκέφαλων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααυτοκέφαλων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αυτοκέφαλος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αυτοκέφαλος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αυτοκέφαλος
αυτοκέφαλων