Ετυμολογία

επεξεργασία
Παναγιώτατος < υπερθετικός βαθμός του πανάγιος (καθαρεύουσα)

Παναγιώτατος αρσενικό στον ενικό

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία