πατριαρχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- πατριαρχία < πατήρ + -αρχία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατριαρχία θηλυκό
- (κοινωνιολογία) το κοινωνικό σύστημα στο οποίο ο πατέρας ή γενικότερα ο άντρας κυριαρχούν στην οικογένεια και την κοινωνία
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατριαρχία