ενικός         πληθυντικός  
patriarchy patriarchies

Ουσιαστικό

επεξεργασία

patriarchy (en)

  • η πατριαρχία, η ανδροκρατία
    παράδειγμα  a movement for the liberation of women from the patriarchy - κίνημα για την απελευθέρωση της γυναίκας από την ανδροκρατία