Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρέμα τα ρέματα
      γενική του ρέματος των ρεμάτων
    αιτιατική το ρέμα τα ρέματα
     κλητική ρέμα ρέματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρέμα < αρχαία ελληνική ῥεῦμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρέμα ουδέτερο

  • μικρό ποταμάκι ή τρεχούμενα νερά
    Ρέμα είναι κάθε φυσική διαμόρφωση του εδάφους που λειτουργεί ως αποδέκτης και αγωγός των νερών της βροχής, του χιονιού (μετά την τήξη) και των φυσικών πηγών και εξυπηρετεί την απορροή τους προς άλλους αποδέκτες μεγαλύτερης χωρητικότητας, φυσικούς ή τεχνητούς, (άλλα ρέματα, ποτάμια, λίμνες, θάλασσα κλπ.) που βρίσκονται σε χαμηλότερες στάθμες.[1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία