Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

puro < λατινική purus

  Επίθετο επεξεργασία

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό puro puri
θηλυκό pura pure

puro (it)

  1. αγνός , απαλλαγμένος από οποιαδήποτε μόλυνση
  2. αγνός (μεταφορικά) το αθώο πρόσωπο

Αντώνυμα επεξεργασία

Ισπανικά (es) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

puro

Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό puro puros
θηλυκό pura puras

puro (pt)

Τουρκικά (tr) επεξεργασία

 
dört puro
τέσσερα πούρα

  Ετυμολογία επεξεργασία

puro < (άμεσο δάνειο) ισπανική puro

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /puˈɾɔ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

puro (tr)

Κλίση επεξεργασία