purus
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- purus < πρωτοϊταλική *pūros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pewH- / *pewh₂- (καθαρίζω, εξαγνίζω)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpuː.rus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : pu‐rus
Επίθετο
επεξεργασία
purus (la)
Κλίση
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- purus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.