πούρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πούρο | τα | πούρα |
γενική | του | πούρου | των | πούρων |
αιτιατική | το | πούρο | τα | πούρα |
κλητική | πούρο | πούρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πούρο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
πούρο στη Βικιπαίδεια