cigaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cigaro | cigaroj |
αιτιατική | cigaron | cigarojn |
cigaro (eo)
- το πούρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cigaro | cigaroj |
αιτιατική | cigaron | cigarojn |
cigaro (eo)