λιβάδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | λιβάδιον | τὰ | λιβάδιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | λιβαδίου | τῶν | λιβαδίων | ||||
δοτική | τῷ | λιβαδίῳ | τοῖς | λιβαδίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | λιβάδιον | τὰ | λιβάδιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | λιβάδιον | λιβάδιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λιβαδίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λιβαδίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λιβάδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λιβ(άς) + υποκοριστικό επίθημα -άδιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιβάδιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (υποκοριστικό)
- (συνεκδοχικά) τόπος με νερά
- (συνεκδοχικά) λιβάδι
- (βότανο) είδος βοτάνου
- ≈ συνώνυμα: κενταυρίς (Κενταύριον τὸ μικρόν, Centaureum parvum)
Πηγές
επεξεργασία- λιβάδιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λιβάδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.