Δείτε επίσης: Κενταυρίς
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κενταυρίς αἱ κενταυρίδες
      γενική τῆς κενταυρίδος τῶν κενταυρίδων
      δοτική τῇ κενταυρίδ ταῖς κενταυρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κενταυρίδ τὰς κενταυρίδᾰς
     κλητική ! κενταυρίς* κενταυρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κενταυρίδε
γεν-δοτ τοῖν  κενταυρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κενταυρίς < κένταυρ(ος) + -ίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κενταυρίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. (ελληνική μυθολογία) θηλυκό του κένταυρος, η κενταυρίδα → δείτε τη λέξη Κενταυρίς
    ※  2ος αιώνας κε Φιλόστρατος, Εἰκόνες. Βʹ
    Ὡς καλαὶ αἱ κενταυρίδες καὶ ἐν ταῖς ἵπποις αἱ μέν γὰρ λευκαῖς ἵπποις ἐμπεφύκασιν, αἱ δὲ ξανθαῖς συνάπτονται, τὰς δὲ ποικίλλει μέν, ἀποστίλβει δὲ αὐτῶν οἷόν τι τῶν ἐν κομιδῇ ἵππων. Ἐκπέφυκε καὶ μελαίνης ἵππου λευκὴ κενταυρὶς καὶ τὰ ἐναντιώτατα τῶν χρωμάτων εἰς τὴν τοῦ κάλλους συνθήκην ὁμολογεῖ.
  2. (φυτό) το φυτό κενταύριο, Κενταύριον τὸ μικρόν, (λατινικά) Centaureum parvum
    άλλες μορφές: κενταύριον, κενταυρίη
     συνώνυμα: λιβάδιον
  3. (κόσμημα) είδος σκουλαρικιού

Συγγενικά

επεξεργασία