νότος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νότος | οι | νότοι |
γενική | του | νότου | των | νότων |
αιτιατική | τον | νότο | τους | νότους |
κλητική | νότε | νότοι | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- νότος < αρχαία ελληνική νότος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)neh₂- (πλέω, κολυμπώ)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈno.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νό‐τος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νότος αρσενικό
- το σημείο του ορίζοντα που βρίσκεται προς το κάτω μέρος της Γης, προς τον νότιο πόλο
- το νότιο μέρος μιας περιοχής
- (συνεκδοχικά) νοτιάς
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | νότος | οἱ | νότοι |
γενική | τοῦ | νότου | τῶν | νότων |
δοτική | τῷ | νότῳ | τοῖς | νότοις |
αιτιατική | τὸν | νότον | τοὺς | νότους |
κλητική ὦ! | νότε | νότοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νότω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νότοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Παράγωγα
επεξεργασία- νοτερός
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία
- νότος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Νότος, νότος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.