Δείτε επίσης: Νότος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νότος οι νότοι
      γενική του νότου των νότων
    αιτιατική τον νότο τους νότους
     κλητική νότε νότοι
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νότος < αρχαία ελληνική νότος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)neh₂- (πλέω, κολυμπώ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈno.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νό‐τος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νότος αρσενικό

  1. το σημείο του ορίζοντα που βρίσκεται προς το κάτω μέρος της Γης, προς τον νότιο πόλο
     συνώνυμα: μεσημβρία
  2. το νότιο μέρος μιας περιοχής
  3. (συνεκδοχικά) νοτιάς

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νότος οἱ νότοι
      γενική τοῦ νότου τῶν νότων
      δοτική τῷ νότ τοῖς νότοις
    αιτιατική τὸν νότον τοὺς νότους
     κλητική ! νότε νότοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νότω
γεν-δοτ τοῖν  νότοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία