νοτιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νοτιά | οι | νοτιές |
γενική | της | νοτιάς | των | νοτιών |
αιτιατική | τη | νοτιά | τις | νοτιές |
κλητική | νοτιά | νοτιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νοτιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νοτία (υγρός καιρός), ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου νότιος < νότος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /noˈtça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐τιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίανοτιά θηλυκό
1. μορφή του αρσενικού, o νοτιάς
- ※ ⌘ Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί, 1959, 10. Της αγάπης αίματα Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού}}
Tης αγάπης αίματα | * | με πορφύρωσαν |
Kαι χαρές ανείδωτες | * | με σκιάσανε |
Oξειδώθηκα μες στη | * | νοτιά |
* | των ανθρώπων | |
Μακρινή Μητέρα | * | Pόδο μου Aμάραντο |
2. (συνεκδοχικά) η υγρασία που δημιουργείται από τον νότιο άνεμο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νότος
Μεταφράσεις
επεξεργασία νοτιά
|