Ἥλιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἥλιος | ||
γενική | τοῦ | Ἡλίου | ||
δοτική | τῷ | Ἡλίῳ | ||
αιτιατική | τὸν | Ἥλιον | ||
κλητική ὦ! | Ἥλιε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἥλιος < ἥλιος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἭλιος αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο), το όνομα του θεού Ήλιου, γιου του Υπερίωνα και της Θείας, προσωποποίηση του ήλιου
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Ἠέλιος (επικός και ιωνικός τύπος )
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἥλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.