ήλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
|
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- ήλιο < ήλιον με προσαρμογή στη δημοτική
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ή‐λι‐ο
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ήλιο | τα | ήλια |
γενική | του | ηλίου & ήλιου |
των | ηλίων |
αιτιατική | το | ήλιο | τα | ήλια |
κλητική | ήλιο | ήλια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ήλιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) χημικό στοιχείο, που ανήκει στα ευγενή αέρια, με ατομικό αριθμό 2 και χημικό σύμβολο το He
- αδρανές, μονοατομικό αέριο, χωρίς χρώμα, γεύση και οσμή. Στην ατμόσφαιρα βρίσκεται ελεύθερο σε μικρές ποσότητες και αντικαθιστά άλλα εύφλεκτα αέρια (π.χ. το υδρογόνο) στα αερόστατα ή σε άλλα μείγματα (π.χ. στις συσκευές καταδύσεων)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- ήλιον (λογιότερο)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ήλιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ήλιο
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- ήλιο: κλιτικός τύπος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.ʎo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ή‐λιο
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ήλιο αρσενικό