Δείτε επίσης: Ἥλιος, Ήλιος, ήλιος, ήλιο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἥλιος οἱ ἥλιοι
      γενική τοῦ ἡλίου τῶν ἡλίων
      δοτική τῷ ἡλί τοῖς ἡλίοις
    αιτιατική τὸν ἥλιον τοὺς ἡλίους
     κλητική ! ἥλιε ἥλιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡλίω
γεν-δοτ τοῖν  ἡλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἥλιος, ήδη ομηρικό < πρωτοελληνική *hāwélios < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sāwélios < *sóh₂wl̥ (ήλιος) (συγγενές των ἀλέα: θερμότητα, εἵλη: ζεστασιά ήλιου, ἑλάνη: λαμπάδα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἥλιος αρσενικό

  1. ο ήλιος
    ※  Ἆρ' οὖν οὐ καὶ ὁ ἥλιος ὄψις μὲν οὐκ ἔστιν, αἴτιος δ' ὢν αὐτῆς ὁρᾶται ὑπ' αὐτῆς ταύτης; (Πλάτων, Πολιτεία)
    ⮡  οἱ ὑπὸ τοῦτον τὸν ἥλιον ἄνθρωποι (Δημοσθένης)
    ⮡  Ἑλλάνων δόξης δεύτερον Ἀέλιον
  2. για τον θεό → δείτε Ἥλιος
  3. ανατολή
  4. ημέρα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία