ζεστασιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζεστασιά | οι | ζεστασιές |
γενική | της | ζεστασιάς | των | ζεστασιών |
αιτιατική | τη | ζεστασιά | τις | ζεστασιές |
κλητική | ζεστασιά | ζεστασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζεστασιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζεστασιά θηλυκό
- το ευχάριστο αίσθημα που προκαλεί μια υψηλότερη θερμοκρασία περιβάλλοντος
- (μεταφορικά) θαλπωρή