ἀέλιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀέλιος αρσενικό (επίσης κρητικός τύπος ἀβέλιος, επικός τύπος ἠέλιος και ἅλιος)
- άλλη μορφή της λέξης ἥλιος (δωρικός τύπος , αιολικός τύπος και αρκαδικός τύπος)
- φως, ακτίνες του ήλιου
- ημέρα