ἠέλιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἠέλιος αρσενικό (επίσης: επικός τύπος ἅλιος, δωρικός τύπος , αιολικός τύπος και αρκαδικός τύπος: ἀέλιος, κρητικός τύπος: ἀβέλιος )
- επικός τύπος του ἥλιος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 426 (426-427)
- ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε, | δὴ τότε κοιμήσαντο καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο.
- Όταν ο ήλιος έδυσε κι έπεσε το σκοτάδι, | επήγαν τότε να πλαγιάσουν, για να χαρούν το δώρο του ύπνου.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε, | δὴ τότε κοιμήσαντο καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 426 (426-427)