Δείτε επίσης: Ἥλιος, ήλιος

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Ήλιος
      γενική του Ηλίου
    αιτιατική τον Ήλιο
     κλητική Ήλιε
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Ήλιος < αρχαία ελληνική Ἥλιος

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Ήλιος αρσενικό

  1. (αρχαία ελληνική μυθολογία) ο θεός του φωτός
  2. γραφή του ήλιου του πλανητικού μας συστήματος

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία