εἵλη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εἵλη | αἱ | εἷλαι |
γενική | τῆς | εἵλης | τῶν | εἱλῶν |
δοτική | τῇ | εἵλῃ | ταῖς | εἵλαις |
αιτιατική | τὴν | εἵλην | τὰς | εἵλᾱς |
κλητική ὦ! | εἵλη | εἷλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἵλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εἵλαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εἵλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεἵλη, -ης θηλυκό
- ζέστη του ήλιου, θερμότητα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 772 (771-773)
- ἢν ἐξέχῃ | εἴλη κατ᾽ ὄρθρον, ἠλιάσει πρὸς ἥλιον· | ἐὰν δὲ νείφῃ, πρὸς τὸ πῦρ καθήμενος·
- Ξημερώνει | λιακάδα; ηλιαστής στον ήλιο θα είσαι. | Χιονίζει; θα δικάζεις πλάι στο τζάκι.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἢν ἐξέχῃ | εἴλη κατ᾽ ὄρθρον, ἠλιάσει πρὸς ἥλιον· | ἐὰν δὲ νείφῃ, πρὸς τὸ πῦρ καθήμενος·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 772 (771-773)
- λεπτό άχυρο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἄειλος
- ἀπρόσειλος
- εἱλέω (και τα παράγωγά του)
- εἱληθερέω
- εἱληθερής
- εἱληθέρησις
- εἰλικρινής
- εἱλόπεδον
- εὔειλος
- ἡμίειλος
- θειλόπεδον
- πρόσειλος
Πηγές
επεξεργασία- εἵλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἵλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.