Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἡμίειλος τὸ ἡμίειλον
      γενική τοῦ/τῆς ἡμιείλου τοῦ ἡμιείλου
      δοτική τῷ/τῇ ἡμιείλ τῷ ἡμιείλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἡμίειλον τὸ ἡμίειλον
     κλητική ! ἡμίειλε ἡμίειλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἡμίειλοι τὰ ἡμίειλ
      γενική τῶν ἡμιείλων τῶν ἡμιείλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἡμιείλοις τοῖς ἡμιείλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἡμιείλους τὰ ἡμίειλ
     κλητική ! ἡμίειλοι ἡμίειλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἡμιείλω τὼ ἡμιείλω
      γεν-δοτ τοῖν ἡμιείλοιν τοῖν ἡμιείλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἡμίειλος < ἡμί- + -ειλος

  Επίθετο επεξεργασία

ἡμίειλος, -ος, -ον

  • που εκτίθεται κατά το ήμισυ στον ήλιο
    ※  4ος/3ος↑ αιώνας Θεόφραστος, Περὶ φυτῶν αἰτιῶν, 3.23.1, @scaife.perseus
    ἄριστον δὲ ἴσως καὶ ἀσφαλέστατον εἰς ὀργῶσαν τὴν γῆν ἐμβληθῆναι εὐλαβούμενον ὅπως μήτ ἐμβληθῇ πηλῷ μήθ εἰς ἡμιβρεχῆ καὶ ἡμίειλον ἣν δὴ καλοῦσί τινες ἀμφίεργον.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία