Δείτε επίσης: προσήλιος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πρόσειλος τὸ πρόσειλον
      γενική τοῦ/τῆς προσείλου τοῦ προσείλου
      δοτική τῷ/τῇ προσείλ τῷ προσείλ
    αιτιατική τὸν/τὴν πρόσειλον τὸ πρόσειλον
     κλητική ! πρόσειλε πρόσειλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πρόσειλοι τὰ πρόσειλ
      γενική τῶν προσείλων τῶν προσείλων
      δοτική τοῖς/ταῖς προσείλοις τοῖς προσείλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς προσείλους τὰ πρόσειλ
     κλητική ! πρόσειλοι πρόσειλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προσείλω τὼ προσείλω
      γεν-δοτ τοῖν προσείλοιν τοῖν προσείλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρόσειλος < πρόσ- + -ειλος. Αναλύεται σε πρός + εἵλ(η) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

πρόσειλος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία