Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηλιόλουστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ηλιόλουστ
ος
η
ηλιόλουστ
η
το
ηλιόλουστ
ο
γενική
του
ηλιόλουστ
ου
της
ηλιόλουστ
ης
του
ηλιόλουστ
ου
αιτιατική
τον
ηλιόλουστ
ο
την
ηλιόλουστ
η
το
ηλιόλουστ
ο
κλητική
ηλιόλουστ
ε
ηλιόλουστ
η
ηλιόλουστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ηλιόλουστ
οι
οι
ηλιόλουστ
ες
τα
ηλιόλουστ
α
γενική
των
ηλιόλουστ
ων
των
ηλιόλουστ
ων
των
ηλιόλουστ
ων
αιτιατική
τους
ηλιόλουστ
ους
τις
ηλιόλουστ
ες
τα
ηλιόλουστ
α
κλητική
ηλιόλουστ
οι
ηλιόλουστ
ες
ηλιόλουστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηλιόλουστος
<
ήλιος
+
λούζω
+
-τος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
iˈʎo.lu.stos
/
Επίθετο
επεξεργασία
ηλιόλουστος
, -η, -ο
που είναι λουσμένος στον ήλιο, που έχει πολύ φως
μια
ηλιόλουστη
μέρα, ένα
ηλιόλουστο
δωμάτιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηλιόλουστος
αγγλικά
:
sunny
(en)
γαλλικά
:
ensoleillé
(fr)
γερμανικά
:
sonnig
(de)
πολωνικά
:
słoneczny
(pl)
τουρκικά
:
güneşli
(tr)