ηλιόλουστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈʎo.lu.stos/
Επίθετο
επεξεργασίαηλιόλουστος, -η, -ο
- που είναι λουσμένος στον ήλιο, που έχει πολύ φως
- μια ηλιόλουστη μέρα, ένα ηλιόλουστο δωμάτιο
ηλιόλουστος, -η, -ο