ἄειλος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄειλος | τὸ | ἄειλον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀείλου | τοῦ | ἀείλου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀείλῳ | τῷ | ἀείλῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄειλον | τὸ | ἄειλον | ||
κλητική ὦ! | ἄειλε | ἄειλον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄειλοι | τὰ | ἄειλᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀείλων | τῶν | ἀείλων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀείλοις | τοῖς | ἀείλοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀείλους | τὰ | ἄειλᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἄειλοι | ἄειλᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀείλω | τὼ | ἀείλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀείλοιν | τοῖν | ἀείλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἄειλος < ἄ- στερητικό + -ειλος < εἵλη (η ζεστασιά του ήλιου)
Επίθετο επεξεργασία
ἄειλος, -ος, -ον
- ανήλιος, που δεν θερμαίνεται από τον ήλιο
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Απόσπασμα 334 @archive.org
- ἄειλα πεδία
- ≈ συνώνυμα: ἀνήλιος
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Απόσπασμα 334 @archive.org
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εἵλη
Πηγές επεξεργασία
- ἄειλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.