προσήλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προσήλιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσήλιος < πρός + ἥλιος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈsi.li.os/ (λόγιο) [1]
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σή‐λι‐ος
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐ή‐λι‐ος
- ΔΦΑ : /pɾoˈsi.ʎos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σή‐λιος
Επίθετο
επεξεργασία
προσήλιος, -α, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (λόγιο) που τον βλέπει ο ήλιος, που πέφτουν πάνω του οι ηλιακές ακτίνες για μεγάλο χρονικό διάστημα
- κατά διεύθυνση: ο ανατολικομεσημβρινός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- προσηλιάζω
- προσηλίαση
- προσηλιασμένος
- προσηλιασμός
- προσήλιο
- → δείτε τις λέξεις προς και ήλιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ προσήλιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- προσήλιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσήλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.