Δείτε επίσης: ἡλιακός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλιακός η ηλιακή το ηλιακό
      γενική του ηλιακού της ηλιακής του ηλιακού
    αιτιατική τον ηλιακό την ηλιακή το ηλιακό
     κλητική ηλιακέ ηλιακή ηλιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλιακοί οι ηλιακές τα ηλιακά
      γενική των ηλιακών των ηλιακών των ηλιακών
    αιτιατική τους ηλιακούς τις ηλιακές τα ηλιακά
     κλητική ηλιακοί ηλιακές ηλιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηλιακός < ελληνιστική κοινή ἡλιακός < ἥλιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.li.aˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

ηλιακός, -ή, -ό

  1. που ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται από αυτόν
    ηλιακή ακτινοβολία
  2. που συμφωνεί με την κίνηση της γης γύρω από τον ήλιο
    ηλιακό έτος
  3. που επιτελεί τη λειτουργία του αξιοποιώντας τις ακτίνες του ήλιου
    ηλιακό ρολόι, ηλιακός θερμοσίφωνας

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηλιακός αρσενικό

  1. ο ηλιακός θερμοσίφωνας, συσκευή που συλλέγει την ηλιακή ακτινοβολία και παρέχει στο οικιακό δίκτυο ζεστό νερό
  2. (κυπριακά) δωμάτιο με ήλιο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία