Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θερμοσίφωνας οι θερμοσίφωνες
      γενική του θερμοσίφωνα των θερμοσιφώνων
    αιτιατική τον θερμοσίφωνα τους θερμοσίφωνες
     κλητική θερμοσίφωνα θερμοσίφωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμοσίφωνας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα θερμοσίφων[1] μαρτυρείται από το 1898 στον πληθυντικό θερμοσίφωνες,[2] λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermosiphon < αρχαία ελληνική θερμός (θερμο- + σίφων/σίφωνας [3][4]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θeɾ.moˈsi.fo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερ‐μο‐σί‐φω‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμοσίφωνας αρσενικό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις θερμός και σίφωνας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. θερμοσίφων, -ωνος σελ.3341 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
  2. σελ. 472, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  3. θερμοσίφωνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  4. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.