Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  ηλιακός και θερμοσίφωνας

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ηλιακός θερμοσίφωνας αρσενικό

  • η οικιακή συσκευή που θερμαίνει νερό για οικιακή χρήση αξιοποιώντας τη θερμότητα των ηλιακών ακτίνων

  Μεταφράσεις επεξεργασία