↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θερμοσίφωνο τα θερμοσίφωνα
      γενική του θερμοσίφωνου των θερμοσίφωνων
    αιτιατική το θερμοσίφωνο τα θερμοσίφωνα
     κλητική θερμοσίφωνο θερμοσίφωνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμοσίφωνο < θερμοσίφων(ας) με μεταπλασμό σε ουδέτερο με -ο [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θeɾ.moˈsi.fo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερ‐μο‐σί‐φω‐νο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θερμοσίφωνο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία