θερμοσιφωνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θερμοσιφωνικός < θερμοσίφων(ας) + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θeɾ.mo.si.fo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐σι‐φω‐νι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαθερμοσιφωνικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, φυσική) που σχετίζεται με θερμοσίφωνα
- ⮡ θερμοσιφωνικό σύστημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία θερμοσιφωνικός
|