↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμοσιφωνικός η θερμοσιφωνική το θερμοσιφωνικό
      γενική του θερμοσιφωνικού της θερμοσιφωνικής του θερμοσιφωνικού
    αιτιατική τον θερμοσιφωνικό τη θερμοσιφωνική το θερμοσιφωνικό
     κλητική θερμοσιφωνικέ θερμοσιφωνική θερμοσιφωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμοσιφωνικοί οι θερμοσιφωνικές τα θερμοσιφωνικά
      γενική των θερμοσιφωνικών των θερμοσιφωνικών των θερμοσιφωνικών
    αιτιατική τους θερμοσιφωνικούς τις θερμοσιφωνικές τα θερμοσιφωνικά
     κλητική θερμοσιφωνικοί θερμοσιφωνικές θερμοσιφωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμοσιφωνικός < θερμοσίφων(ας) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θeɾ.mo.si.fo.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερ‐μο‐σι‐φω‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

θερμοσιφωνικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία