Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σίφων οἱ σίφωνες
      γενική τοῦ σίφωνος τῶν σιφώνων
      δοτική τῷ σίφων τοῖς σίφωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σίφων τοὺς σίφωνᾰς
     κλητική ! σίφων σίφωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σίφωνε
γεν-δοτ τοῖν  σιφώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σίφων (τεχνικός όρος) < πιθανόν ηχομιμητικό θέμα + -ων [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σίφων, -ωνος αρσενικό

  1. σωλήνας
  2. πυροσβεστικό μηχάνημα ή οι σωλήνες του
  3. (ιατρική) χειρουργικό εργαλείο
     συνώνυμα: καθετήρ
  4. (μετεωρολογία) σίφωνας ή σίφουνας
  5. αιδοίο
     συνώνυμα: αἰδοῖον

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «σιφώνι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία