σίφων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σίφων | οἱ | σίφωνες |
γενική | τοῦ | σίφωνος | τῶν | σιφώνων |
δοτική | τῷ | σίφωνῐ | τοῖς | σίφωσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | σίφωνᾰ | τοὺς | σίφωνᾰς |
κλητική ὦ! | σίφων | σίφωνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σίφωνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σιφώνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σίφων (τεχνικός όρος) < πιθανόν ηχομιμητικό θέμα + -ων [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σίφων, -ωνος αρσενικό
- σωλήνας
- πυροσβεστικό μηχάνημα ή οι σωλήνες του
- (ιατρική) χειρουργικό εργαλείο
- (μετεωρολογία) σίφωνας ή σίφουνας
- αιδοίο
Συγγενικά
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ «σιφώνι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- σίφων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σίφων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.