Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σίφουνας οι σίφουνες
      γενική του σίφουνα των σιφούνων
    αιτιατική τον σίφουνα τους σίφουνες
     κλητική σίφουνα σίφουνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σίφουνας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σίφων από την αιτιατική «τὸν σίφωνα» με τροπή [o] > [u] λόγω της επίδρασης των [f], [n] [1] Συγκρίνετε με το σίφωνας.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsi.fu.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σί‐φου‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σίφουνας αρσενικό

  1. (μετεωρολογία) κοινή ονομασία για τον σίφωνα
    → δείτε και τις λέξεις ανεμοστρόβιλος και ανεμοσίφουνας
  2. (μεταφορικά) φοβερά γρήγορος και ορμητικός
    έτρεχε την απόσταση σαν σίφουνας
    ※  Πηνελόπη Δέλτα, Ο Τρελαντώνης, 1932 @books.google, στο Νεοελληνική Γραμματεία, τόμος 232, εκδόσεις Πελεκάνος, 2014
    Τη διέκοψε ό Αλέξανδρος, που μπήκε στην κάμαρα σα σίφουνας
    — Αλεξάνδρα! Έλα γρήγορα! Ο Αντώνης είναι πολύ άρρωστος! Γρήγορα!

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις σίφωνας και σιφόνι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία