σίφουνας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σίφουνας < αρχαία ελληνική σίφων
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σίφουνας αρσενικό
- ταχέως περιστρεφόμενη στήλη ανέμου που οφείλεται σε πολύ χαμηλή ατμοσφαιρική πίεση στο κέντρο της στήλης
- (μεταφορικά) φοβερά γρήγορος
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- σίφουνας στη Βικιπαίδεια