σιφούνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σιφούνι | τα | σιφούνια |
γενική | του | σιφουνιού | των | σιφουνιών |
αιτιατική | το | σιφούνι | τα | σιφούνια |
κλητική | σιφούνι | σιφούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιφούνι < μεσαιωνική ελληνική σιφούνιον[1] / σιφώνιον [2] < λατινική sipho < αρχαία ελληνική σίφων (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιφούνι ουδέτερο
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) το αυλάκι μέσω του οποίου μεταφέρεται νερό για τη λειτουργία νερόμυλου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σιφόνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιφούνι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σιφούνιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ σιφώνιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)