άσπρος σίφουνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈaspɾos ˈsifunas/
Έκφραση
επεξεργασία
άσπρος σίφουνας αρσενικό
- ονομασία υγρού καθαρισμού γενικής χρήσης
- ⮡ καθαριστικό «άσπρος σίφουνας», με διπλάσιο αμμονιαζόλ
- (μεταφορικά) που καθαρίζει τέλεια και γρήγορα (σα σίφουνας)
- ※ Στην κουζίνα, άσπρος σίφουνας είχε περάσει η θεία Καλλιόπη. Όλα άστραφταν. Ο μαρμάρινος νεροχύτης, τα τζάμια, τα πλακάκια.
- Ζωρζ Σαρή, Τα χέγια. Αθήνα: Πατάκης, 1987 [μυθιστόρημα] @books.googleέκδοση 2016
- ※ Στην κουζίνα, άσπρος σίφουνας είχε περάσει η θεία Καλλιόπη. Όλα άστραφταν. Ο μαρμάρινος νεροχύτης, τα τζάμια, τα πλακάκια.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεταφορά με τη σημασία: καθαρίζει γρήγορα
|