σωλήνας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σωλήνας | οι | σωλήνες |
γενική | του | σωλήνα | των | σωλήνων |
αιτιατική | τον | σωλήνα | τους | σωλήνες |
κλητική | σωλήνα | σωλήνες | ||
όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σωλήνας < αρχαία ελληνική σωλήν
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /sɔ.ˈli.nas/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σωλήνες από μέταλλο
σωλήνας αρσενικό
- οποιοδήποτε κοίλο κυλινδρικό αντικείμενο
- κοίλο κυλινδρικό αντικείμενο κατασκευασμένο συνήθως από μέταλλο ή πλαστικό που χρησιμοποιείται κυρίως ως αγωγός για τη μεταφορά υγρών (π.χ. νερού) ή αερίων (π.χ. φυσικό αέριο) ή για την τοποθέτηση ηλεκτρικών ή τηλεφωνικών καλωδίων
- δοκιμαστικός σωλήνας: μικρής διατομής κυλινδρικό γυάλινο δοχείο που χρησιμοποιείται σε επιστημονικά εργαστήρια
- κάλτσα γκέτα μόνο για την γάμπα ή άλλο ύφασμα σαν σωλήνας, περίβλημα κνήμης, περικνημίδα (συνήθως το ένδυμα και όχι το σκληρό προστατευτικό)
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- παιδί του σωλήνα : το παιδί που γεννήθηκε με εξωσωματική γονιμοποίηση