σωληνώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασωληνώνω (παθητική φωνή: σωληνώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- διασωληνωμένος
- διασωληνώνω
- διασωλήνωση
- σωληνωμένος
- σωλήνωση
- σωληνωτός
- → δείτε τη λέξη σωλήνας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σωληνώνω | σωλήνωνα | θα σωληνώνω | να σωληνώνω | σωληνώνοντας | |
β' ενικ. | σωληνώνεις | σωλήνωνες | θα σωληνώνεις | να σωληνώνεις | σωλήνωνε | |
γ' ενικ. | σωληνώνει | σωλήνωνε | θα σωληνώνει | να σωληνώνει | ||
α' πληθ. | σωληνώνουμε | σωληνώναμε | θα σωληνώνουμε | να σωληνώνουμε | ||
β' πληθ. | σωληνώνετε | σωληνώνατε | θα σωληνώνετε | να σωληνώνετε | σωληνώνετε | |
γ' πληθ. | σωληνώνουν(ε) | σωλήνωναν σωληνώναν(ε) |
θα σωληνώνουν(ε) | να σωληνώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σωλήνωσα | θα σωληνώσω | να σωληνώσω | σωληνώσει | ||
β' ενικ. | σωλήνωσες | θα σωληνώσεις | να σωληνώσεις | σωλήνωσε | ||
γ' ενικ. | σωλήνωσε | θα σωληνώσει | να σωληνώσει | |||
α' πληθ. | σωληνώσαμε | θα σωληνώσουμε | να σωληνώσουμε | |||
β' πληθ. | σωληνώσατε | θα σωληνώσετε | να σωληνώσετε | σωληνώστε | ||
γ' πληθ. | σωλήνωσαν σωληνώσαν(ε) |
θα σωληνώσουν(ε) | να σωληνώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σωληνώσει | είχα σωληνώσει | θα έχω σωληνώσει | να έχω σωληνώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σωληνώσει | είχες σωληνώσει | θα έχεις σωληνώσει | να έχεις σωληνώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σωληνώσει | είχε σωληνώσει | θα έχει σωληνώσει | να έχει σωληνώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σωληνώσει | είχαμε σωληνώσει | θα έχουμε σωληνώσει | να έχουμε σωληνώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σωληνώσει | είχατε σωληνώσει | θα έχετε σωληνώσει | να έχετε σωληνώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σωληνώσει | είχαν σωληνώσει | θα έχουν σωληνώσει | να έχουν σωληνώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σωληνώνω
|