Ετυμολογία

επεξεργασία
σωληνώνω < σωλήνας + -ώνω

σωληνώνω (παθητική φωνή: σωληνώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία