↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σωλήνωση οι σωληνώσεις
      γενική της σωλήνωσης* των σωληνώσεων
    αιτιατική τη σωλήνωση τις σωληνώσεις
     κλητική σωλήνωση σωληνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σωληνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σωλήνωση < σωληνώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tubulure[1] [2] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tuyauterie[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σωλήνωση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 σωλήνωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. σωλήνωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας