σωληνοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σωληνοειδής | η | σωληνοειδής | το | σωληνοειδές |
γενική | του | σωληνοειδούς* | της | σωληνοειδούς | του | σωληνοειδούς |
αιτιατική | τον | σωληνοειδή | τη | σωληνοειδή | το | σωληνοειδές |
κλητική | σωληνοειδή(ς) | σωληνοειδής | σωληνοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σωληνοειδείς | οι | σωληνοειδείς | τα | σωληνοειδή |
γενική | των | σωληνοειδών | των | σωληνοειδών | των | σωληνοειδών |
αιτιατική | τους | σωληνοειδείς | τις | σωληνοειδείς | τα | σωληνοειδή |
κλητική | σωληνοειδείς | σωληνοειδείς | σωληνοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σωληνοειδής < αρχαία ελληνική σωληνοειδής < σωλήν + -ειδής (< εἶδος)
Επίθετο
επεξεργασίασωληνοειδής -ής -ές
- που έχει σχήμα σωλήνα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωληνοειδής αρσενικό
- τύπος μαγνητοεπαγωγέα