σωληνοειδής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σωληνοειδής < αρχαία ελληνική σωληνοειδής < σωλήν + -ειδής (< εἶδος)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σωληνοειδής -ής -ές
- που έχει σχήμα σωλήνα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σωληνοειδής αρσενικό
- τύπος μαγνητοεπαγωγέα