πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωληνοειδής η σωληνοειδής το σωληνοειδές
      γενική του σωληνοειδούς* της σωληνοειδούς του σωληνοειδούς
    αιτιατική τον σωληνοειδή τη σωληνοειδή το σωληνοειδές
     κλητική σωληνοειδή(ς) σωληνοειδής σωληνοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωληνοειδείς οι σωληνοειδείς τα σωληνοειδή
      γενική των σωληνοειδών των σωληνοειδών των σωληνοειδών
    αιτιατική τους σωληνοειδείς τις σωληνοειδείς τα σωληνοειδή
     κλητική σωληνοειδείς σωληνοειδείς σωληνοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

σωληνοειδής -ής -ές

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σωληνοειδής αρσενικό

  • τύπος μαγνητοεπαγωγέα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία