Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σωληνωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σωληνωτ
ός
η
σωληνωτ
ή
το
σωληνωτ
ό
γενική
του
σωληνωτ
ού
της
σωληνωτ
ής
του
σωληνωτ
ού
αιτιατική
τον
σωληνωτ
ό
τη
σωληνωτ
ή
το
σωληνωτ
ό
κλητική
σωληνωτ
έ
σωληνωτ
ή
σωληνωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σωληνωτ
οί
οι
σωληνωτ
ές
τα
σωληνωτ
ά
γενική
των
σωληνωτ
ών
των
σωληνωτ
ών
των
σωληνωτ
ών
αιτιατική
τους
σωληνωτ
ούς
τις
σωληνωτ
ές
τα
σωληνωτ
ά
κλητική
σωληνωτ
οί
σωληνωτ
ές
σωληνωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σωληνωτός
<
σωληνώνω
+
-τός
Επίθετο
επεξεργασία
σωληνωτός -ή -ό
που έχει τη μορφή
σωλήνα
≈
συνώνυμα
:
σωληνοειδής
,
κυλινδρικός
που αποτελείται από
σωλήνες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σωληνωτός