Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σωληνωτό < σωληνωτός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 

σωληνωτό αρσενικό

  • είδος κλειδιού, συνήθως τύπου εξάγωνου άλλεν, το οποίο είναι μακρόστενο σαν σωλήνας και κενό στο εσωτερικό ώστε να περιβάλλει τη βίδα την οποία πρόκειται να βιδώσει ή ξεβιδώσει, ενώ συχνά περιέχει δύο τρύπες για να μπορεί να μπει άλλο μακρόστενο εργαλείο και να χρησιμοποιηθεί σαν μοχλός για το στρίψιμο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σωληνωτό