κυλινδρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυλινδρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κῠλινδρικός < αρχαία ελληνική κύλινδρ(ος) + -ικός < κυλίνδω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.lin.ðɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐λιν‐δρι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίακυλινδρικός, -ή, -ό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κυλινδρικά
- κυλινδρικώς
- κυλινδροειδής
- → δείτε τη λέξη κύλινδρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυλινδρικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυλινδρικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κύλινδρ(ος) + -ικός < κυλίνδω
Επίθετο
επεξεργασίακυλινδρικός, -ή, -όν
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κυλινδρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.