↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυλινδρικός η κυλινδρική το κυλινδρικό
      γενική του κυλινδρικού της κυλινδρικής του κυλινδρικού
    αιτιατική τον κυλινδρικό την κυλινδρική το κυλινδρικό
     κλητική κυλινδρικέ κυλινδρική κυλινδρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυλινδρικοί οι κυλινδρικές τα κυλινδρικά
      γενική των κυλινδρικών των κυλινδρικών των κυλινδρικών
    αιτιατική τους κυλινδρικούς τις κυλινδρικές τα κυλινδρικά
     κλητική κυλινδρικοί κυλινδρικές κυλινδρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυλινδρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κῠλινδρικός < αρχαία ελληνική κύλινδρ(ος) + -ικός < κυλίνδω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.lin.ðɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐λιν‐δρι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

κυλινδρικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με κύλινδρο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. που αναπτύσσεται ως κύλινδρος ή έχει το σχήμα του

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κυλινδρικός κυλινδρική τὸ κυλινδρικόν
      γενική τοῦ κυλινδρικοῦ τῆς κυλινδρικῆς τοῦ κυλινδρικοῦ
      δοτική τῷ κυλινδρικ τῇ κυλινδρικ τῷ κυλινδρικ
    αιτιατική τὸν κυλινδρικόν τὴν κυλινδρικήν τὸ κυλινδρικόν
     κλητική ! κυλινδρικέ κυλινδρική κυλινδρικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κυλινδρικοί αἱ κυλινδρικαί τὰ κυλινδρικᾰ́
      γενική τῶν κυλινδρικῶν τῶν κυλινδρικῶν τῶν κυλινδρικῶν
      δοτική τοῖς κυλινδρικοῖς ταῖς κυλινδρικαῖς τοῖς κυλινδρικοῖς
    αιτιατική τοὺς κυλινδρικούς τὰς κυλινδρικᾱ́ς τὰ κυλινδρικᾰ́
     κλητική ! κυλινδρικοί κυλινδρικαί κυλινδρικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κυλινδρικώ τὼ κυλινδρικᾱ́ τὼ κυλινδρικώ
      γεν-δοτ τοῖν κυλινδρικοῖν τοῖν κυλινδρικαῖν τοῖν κυλινδρικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυλινδρικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κύλινδρ(ος) + -ικός < κυλίνδω

  Επίθετο

επεξεργασία

κυλινδρικός, -ή, -όν

Παράγωγα

επεξεργασία