σωλήν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σωλήν | οἱ | σωλῆνες |
γενική | τοῦ | σωλῆνος | τῶν | σωλήνων |
δοτική | τῷ | σωλῆνῐ | τοῖς | σωλῆσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | σωλῆνᾰ | τοὺς | σωλῆνᾰς |
κλητική ὦ! | σωλήν | σωλῆνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σωλῆνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σωλήνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'σωλήν' όπως «σωλήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σωλήν < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασωλήν, -ῆνος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- σωλήν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σωλήν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.