Ετυμολογία

επεξεργασία
διασωληνώνω < δια- + σωλήνας + -ώνω

διασωληνώνω (παθητική φωνή: διασωληνώνομαι)

  1. (ιατρική) εισάγω ειδικό σωληνάκι στο λάρυγγα ασθενούς, προκειμένου να του διευκολύνω την αναπνοή
  2. (ιατρική) παροχετεύω τα υγρά ενός τραύματος με ειδικό σωληνάκι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία