διασωληνώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιασωληνώνω (παθητική φωνή: διασωληνώνομαι)
- (ιατρική) εισάγω ειδικό σωληνάκι στο λάρυγγα ασθενούς, προκειμένου να του διευκολύνω την αναπνοή
- (ιατρική) παροχετεύω τα υγρά ενός τραύματος με ειδικό σωληνάκι
Συγγενικά
επεξεργασία- διασωληνωμένος
- διασωλήνωση
- → δείτε τις λέξεις διά και σωλήνας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασωληνώνω | διασωλήνωνα | θα διασωληνώνω | να διασωληνώνω | διασωληνώνοντας | |
β' ενικ. | διασωληνώνεις | διασωλήνωνες | θα διασωληνώνεις | να διασωληνώνεις | διασωλήνωνε | |
γ' ενικ. | διασωληνώνει | διασωλήνωνε | θα διασωληνώνει | να διασωληνώνει | ||
α' πληθ. | διασωληνώνουμε | διασωληνώναμε | θα διασωληνώνουμε | να διασωληνώνουμε | ||
β' πληθ. | διασωληνώνετε | διασωληνώνατε | θα διασωληνώνετε | να διασωληνώνετε | διασωληνώνετε | |
γ' πληθ. | διασωληνώνουν(ε) | διασωλήνωναν διασωληνώναν(ε) |
θα διασωληνώνουν(ε) | να διασωληνώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διασωλήνωσα | θα διασωληνώσω | να διασωληνώσω | διασωληνώσει | ||
β' ενικ. | διασωλήνωσες | θα διασωληνώσεις | να διασωληνώσεις | διασωλήνωσε | ||
γ' ενικ. | διασωλήνωσε | θα διασωληνώσει | να διασωληνώσει | |||
α' πληθ. | διασωληνώσαμε | θα διασωληνώσουμε | να διασωληνώσουμε | |||
β' πληθ. | διασωληνώσατε | θα διασωληνώσετε | να διασωληνώσετε | διασωληνώστε | ||
γ' πληθ. | διασωλήνωσαν διασωληνώσαν(ε) |
θα διασωληνώσουν(ε) | να διασωληνώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διασωληνώσει | είχα διασωληνώσει | θα έχω διασωληνώσει | να έχω διασωληνώσει | ||
β' ενικ. | έχεις διασωληνώσει | είχες διασωληνώσει | θα έχεις διασωληνώσει | να έχεις διασωληνώσει | ||
γ' ενικ. | έχει διασωληνώσει | είχε διασωληνώσει | θα έχει διασωληνώσει | να έχει διασωληνώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διασωληνώσει | είχαμε διασωληνώσει | θα έχουμε διασωληνώσει | να έχουμε διασωληνώσει | ||
β' πληθ. | έχετε διασωληνώσει | είχατε διασωληνώσει | θα έχετε διασωληνώσει | να έχετε διασωληνώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διασωληνώσει | είχαν διασωληνώσει | θα έχουν διασωληνώσει | να έχουν διασωληνώσει |
|