πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σωληνάριο τα σωληνάρια
      γενική του σωληνάριου
& σωληναρίου
των σωληνάριων
& σωληναρίων
    αιτιατική το σωληνάριο τα σωληνάρια
     κλητική σωληνάριο σωληνάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σωληνάριο ουδέτερο

  1. μικρός σωλήνας, συνήθως από γυαλί, ο οποίος χρησιμοποιείται για την αποθήκευση χαπιών ή ταμπλετών
  2. θήκη μικρών διαστάσεων στην οποία τοποθετείται κάποια παχύρρευστη ουσία, όπως π.χ. η οδοντόκρεμα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία