ταμπλέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταμπλέτα θηλυκό
- χάπι, δισκίο φαρμάκου
- λεπτό επίπεδο αντικείμενο σε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου με στρογγυλεμένες άκρες που περιέχει κάποια χημική ουσία
- εντομοαπωθητικές ταμπλέτες
- είδος φορητού υπολογιστή, μικρών διαστάσεων, χωρίς πληκτρολόγιο και με οθόνη αφής