Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταμπλέτα οι ταμπλέτες
      γενική της ταμπλέτας των ταμπλετών
    αιτιατική την ταμπλέτα τις ταμπλέτες
     κλητική ταμπλέτα ταμπλέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ταμπλέτα (3)

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταμπλέτα < γαλλική tablette και αγγλική tablet < υποκοριστικό του table < λατινική tabula

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταμπλέτα θηλυκό

  1. χάπι, δισκίο φαρμάκου
  2. λεπτό επίπεδο αντικείμενο σε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου με στρογγυλεμένες άκρες που περιέχει κάποια χημική ουσία
    εντομοαπωθητικές ταμπλέτες
  3. είδος φορητού υπολογιστή, μικρών διαστάσεων, χωρίς πληκτρολόγιο και με οθόνη αφής
     συνώνυμα: τάμπλετ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία