φορητός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φορητός | η | φορητή | το | φορητό |
γενική | του | φορητού | της | φορητής | του | φορητού |
αιτιατική | τον | φορητό | τη | φορητή | το | φορητό |
κλητική | φορητέ | φορητή | φορητό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φορητοί | οι | φορητές | τα | φορητά |
γενική | των | φορητών | των | φορητών | των | φορητών |
αιτιατική | τους | φορητούς | τις | φορητές | τα | φορητά |
κλητική | φορητοί | φορητές | φορητά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φορητός < (ελληνιστική κοινή) < φέρω + -τός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
φορητός, -ή, -ό
- που μπορεί να μεταφερθεί και να τοποθετηθεί σε πολλά σημεία (κυρίως συσκευές μικρού βάρους και μεγέθους, που δεν έχουν μια σταθερή βάση εγκατάστασης ή μη συνδεδεμένες ενσύρματα σε ένα δίκτυο)
- φορητός υπολογιστής
- (λογισμικό) φορητή εφαρμογή, λογισμικό ή πρόγραμμα (βλ. portable)
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
φορητός
- κινητός, φορητός, μετακινήσιμος
- ανεκτός, υποφερτός
- αυτός που μεταφέρθηκε από κάπου ή αυτός που μεταφέρεται